Εν αναμονή της προβολής της ταινίας Bob Marley: One Love στη μεγάλη οθόνη, εξετάζουμε το πώς ένας τύπος από την Τζαμάικα κατάφερε να εμφυσήσει ξανά ζωή στην ποπ και ροκ κουλτούρα, δίνοντας παράλληλα το σύνθημα για μια μη βίαιη επανάσταση σε παγκόσμια κλίμακα.
Μπορεί η αλόγιστη χρήση αυτής της έκφρασης να την κάνει πιά τετριμμένη αλλά στην περίπτωση μας ισχύει απόλυτα: «Αν ο Bob Marley δεν είχε υπάρξει, η ποπ κουλτούρα θα έπρεπε να τον έχει εφεύρει». Κι αυτό γιατί σε μια περίοδο καμπής για την υπόσταση της, ο Marley της έδωσε το φιλί της ζωής, την ανανέωσε και την επανέφερε στον δρόμο της «ροκ αρετής».
Όταν ξέσπασε η «rock & roll επανάσταση» ήταν μια μουσική για ξαναμένους τινέιτζερς, 3λεπτα τραγουδάκια χωρίς κάποιο βάθος και ουσία. Στα χρόνια που ακολούθησαν δίσκοι όπως το Pet Sounds των Beach Boys και το Sgt. Peppers των Beatles, μουσικοί όπως ο Bob Dylan και ο Leonard Cohen με τον ποιητικό τους λόγο, συνειδητοποιημένοι καλλιτέχνες όπως ο Bob Singer και η Joan Baez με την κοινωνική τους ευαισθησία, έδωσαν στην «νέα μουσική» υπόσταση και υπόληψη, επαναστατικό πρόσημο και την μετέτρεψαν σε φωνή της ελπίδας, της συμπερίληψης, των δικαιωμάτων και των καταφρονεμένων αυτής της γης. Όμως η τεράστια επιτυχία του ροκ δημιούργησε ένα χρυσοφόρο χρηματιστήριο γύρω του και τα γεμάτα στάδια με τοίχους από ενισχυτές και ηχεία έθρεψε εγωισμούς και δημιούργησε μια απόσταση μεταξύ των μουσικών και του κοινού τους. Το φορτωμένο με απόψεις και ουσία ροκ της δεκαετίας του '60 που έδειχνε ικανό να αλλάξει τον κόσμο έγινε φάντασμα του εαυτού του στην δεκαετία του '70, ένα τεραστίων διαστάσεων μαυσωλείο, ένα φαντασμαγορικό τσίρκο που είχε χάσει την ψυχή του, για δόξα, λεφτά και εκατομμύρια δίσκους.
Κι αυτή τη στιγμή του μετεωρισμού εμφανίστηκε ένας τύπος από την Τζαμάικα για να φέρει τα πράγματα στα ίσια τους και να ξαναδώσει ψυχή σε μια υπόθεση που φαινόταν χαμένη. Δεν ήταν τόσο ο νέος ήχος, με στοιχεία από την Καραϊβική και ρίζες από την Αφρική και τις Δυτικές Ινδίες, ήταν το μέτρο και η κοινωνική ευαισθησία, ήταν το σκυμμένο κεφάλι του φτωχού και του καταφρονεμένου που λαχταράει να σηκωθεί, ήταν οι αλυσίδες του σκλάβου που σπάνε με κρότο, η ανάγκη του ανθρώπου για δικαιοσύνη, η προτροπή για μία μη βίαιη επανάσταση που εμπεριείχε ο ρασταφαρισμός και ο περιθωριοποιημένος θεός Χαϊλέ Σελασιέ.
Ο Bob Marley, ένας φτωχοδιάβολος από τις φαβέλες της Τζαμάϊκα, ένας οξυγονοκολλητής που σήκωσε το κεφάλι και είδε τον ορίζοντα, ένας μουσικός που έπεσε και ξανασηκωθηκε πολλές φορές πριν δικαιωθεί, έφερε μια νέα αύρα για την μουσική, την ανανέωσε και της εμφύσησε ζωή, άνοιξε το παράθυρο και εισέβαλε στο θεόκλειστο ροκ δωμάτιο φρέσκος αέρας. Η ρέγκε υπήρχε πριν από τον Bob Marley, υπήρχε και μετά, είτε σαν ποπ επιτυχίες του τύπου "My Boy Lollipop", είτε ως διασκεδαστικό ska, είτε σαν «εξωτικό φρούτο», όμως ήταν αυτός που της έδωσε υπόσταση και περιεχόμενο και την έκανε μία από τις πιό επιδραστικές εθνικές μουσικές σε παγκόσμια κλίμακα.
Δεν είναι τυχαίο που ένα μέρος του αγγλικού πανκ (το πιό ουσιώδες και πολιτικοποιημένο) δέχτηκε έντονες επιδράσεις όχι μόνο από αυτό τον ήχο αλλά και από το πολιτικοκοινωνικό του πρόσημο, καθώς τα soundsystems στις φτωχογειτονιές του Λονδίνου αποτελούσαν ακούσματα για πολλά λευκά αγόρια που η ταυτότητα τους έγραφε Άγγλος αλλά η κοινωνική τους θέση δεν διέφερε και πολύ από τους περιθωριοποιημένους Τζαμαϊκανούς. Όπως τα ρεμπέτικα ή τα μπλουζ, η ρέγκε του Bob Marley ήρθε από το περιθώριο, από τους φτωχούς και τους καταφρονεμένους, από τους ανθρώπους που πάλευαν να επιβιώσουν, ήταν μια φωνή που έδωσε πάλι πίσω στην ποπ και ροκ κουλτούρα τον λόγο της δημιουργίας και της ύπαρξης της, γι' αυτό κι ευτυχώς που ο Bob Marley υπήρξε και δεν υποχρεώθηκε να τον εφεύρει.
Η ταινία Bob Marley: One Love έρχεται στις ελληνικές αίθουσες στις 15 Φεβρουαρίου, από τη Feelgood.