Με αφορμή την ταινία Bob Marley: One Love που έρχεται στους κινηματογράφους στις 15 Φεβρουαρίου, το Avopolis ανατρέχει σε 10 τραγούδια του Bob Marley που είναι ακόμα και σήμερα ικανά να διαδώσουν τη δικαιωμένη εξέγερση. Του Θανάση Μήνα.
Ο Bob Marley ήταν κάτι περισσότερο από τραγουδιστής της reggae. Συμβολικά μιλώντας, ο Marley ήταν για την πολιτική και πολιτισμική κουλτούρα της Τζαμάικα και για τον αντιαποικιακό αγώνα ό,τι ήταν ο Τσε για το concept της Επανάστασης.
Η εικόνα του (και η προσωπικότητά του) ρετουσαρίστηκε, έγινε πολύ πιο ευγενική μετά τον πρόωρο θάνατό του το 1981. Θα μπορούσε να είναι ζεστός και φιλόξενος, αλλά και πυρετωδώς αφοσιωμένος στα κινήματα απελευθέρωσης, γεγονός που τον έκανε στόχο. Υπάρχουν ακόμη φήμες ότι η CIA βρισκόταν πίσω από την απόπειρα δολοφονίας του το 1976.
Σε μεγάλο βαθμό υποστηρικτής της μη βίας, ο Marley δεν δίστασε ποτέ να γράψει τραγούδια που αναφέρονταν σε βίαιες καταστάσεις. Τραγούδια που αντιμετώπισαν το ασυγχώρητο τραύμα του δουλεμπορίου, τον εγγενή ρατσισμό της τζαμαϊκανής κοινωνίας, τις οικονομικές ανισότητες μεταξύ των εύπορων λευκών και των φτωχών Αφρο-τζαμαϊκανών.
Αυτά τα τραγούδια εξακολουθούν να είναι ικανά να γαλβανίσουν τον κόσμο και να διαδώσουν τη δικαιωμένη εξέγερση. Η τραγουδοποιία και η στιχουργική του Marley υπενθυμίζει ότι ακόμη και τα πιο δυνατά pop τραγούδια μπορούν να περιέχουν ισχυρά μηνύματα. Και αντιστρόφως, ότι τα πολιτικοκοινωνικά μηνύματα μπορούν να συνοδεύονται από παντοδύναμους ρυθμούς και σπουδαίες μελωδίες.
Burnin’ and Lootin’ (Burnin', 1973)
Σε διάστημα μόλις τεσσάρων λεπτών, ο Marley είναι σε θέση να κάνει αναφορές στην καταστολή, την αστυνομική βαρβαρότητα και τη μοναδική ελευθερία που νιώθουν πολλά περιθωριοποιημένα και καταπιεσμένα άτομα, εκφράζοντας το θυμό τους μέσω της βίας και της καταστροφής. Περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο τραγούδι του, το Burnin’ and Lootin’ τοποθετεί τη σημαία του ενάντια στις ισχυρές ελίτ, δικαιολογώντας τον εμπρησμό και την κλοπή ως τα λογικά αποτελέσματα της απληστίας των ισχυρών. Θυμηθείτε τις σκηνές όπου ακούγεται στο “Μίσος” του Ματιέ Κασοβίτς.
Get Up, Stand Up (Burnin', 1973)
Γραμμένο αφότου ο Marley επισκέφτηκε την Αϊτή και συγκλονίστηκε από την ακραία φτώχεια των ντόπιων, το Get Up, Stand Up είναι επί τούτω εύληπτο και ανθεμικό∙ σύνθημα, περισσότερο, παρά τραγούδι, φτιαγμένο για τους απλούς ανθρώπους. Μπορεί να προσκολληθεί σε οποιοδήποτε κίνημα-από-τα-κάτω, σε οποιαδήποτε εποχή.
Redemption Song (Urising, 1980)
Η κληρονομιά του παραμένει πιο διεθνιστική από οτιδήποτε έχει ηχογραφήσει ο Marley - χάρη και στη διασκευή του Joe Strummer. Έχει διασκευαστεί εξάλλου περισσότερες από 40 φορές. Ένα ακουστικό κομμάτι που δεν ακολουθεί τις συνήθεις, τονισμένες μπασογραμμές της reggae. Ο Marley έγραψε το Redemption Song μετά τη διάγνωση του καρκίνου που θα του έπαιρνε τη ζωή. Τον βρίσκει στην πιο εξομολογητική του διάθεση, αντιμετωπίζοντας τη θνηνότητά του, και εντούτοις, ανυποχώρητο στον σκοπό της ζωής του: να δημιουργήσει τραγούδια που υποστηρίζουν τους απανταχού καταπιεσμένους. Μια τελευταία έκκληση για συλλογικούς αγώνες για το παρόν και το μέλλον.
I Shot The Sheriff (Burnin', 1973)
Το 1973, ο Marley έγραψε ένα κομμάτι για την ταξικότητα στην απονομή της δικαιοσύνης και την αστυνομική βία, και το 2024 τα ίδια θέματα ακούγονται τραγικά επίκαιρα. Η αφήγηση του I Shot The Sheriff αντιστοιχεί στη φαντασίωση δολοφονίας ενός διεφθαρμένου αστυνομικού, με τον αφηγητή να ισχυρίζεται ότι τον πυροβολεί σε αυτοάμυνα. Υπό το πρίσμα του κινήματος #BlackLivesMatter, είναι απόλυτα σχετικό με τον σύγχρονο κόσμο μας.
War (Rastaman Vibration, 1976)
Με στίχους σχεδόν εξ ολοκλήρου προερχόμενους από μια ομιλία του Αιθίοπα αυτοκράτορα (και πνευματικού ηγέτη των Ρασταφάρι) Haile Selassie, την οποία ο τελευταίος παρουσίασε στα Ηνωμένα Έθνη το 1963, το War κηρύσσει πόλεμο στον ρατσισμό και στις ταξικές ανισότητες. Όμως, ενώ αντλεί την έμπνευσή του ειδικά από τους αγώνες στην Αφρική, συνδέεται με κάθε μειονοτική ομάδα που υφίσταται καταπίεση, οπουδήποτε.
Concrete Jungle (Catch A Fire, 1973)
Το Concrete Jungle μιλάει για την ακραία φτώχεια του Κίνγκστον και την πραγματικότητα του να μην αισθάνεσαι ποτέ πραγματικά ελεύθερος όσο ζεις εκεί. Στους στίχους «χωρίς αλυσίδες γύρω από τα πόδια μου, αλλά δεν είμαι ελεύθερος, ξέρω ότι είμαι δεσμευμένος εδώ σε αιχμαλωσία», ο Marley υπογραμμίζει ότι το καπιταλιστικό σύστημα (η Βαβυλώνα στην ιδιόλεκτο των Τζαμαϊκανών, που βρίσκονται σε βιβλική «αιχμαλωσία» από τους αποικιοκράτες) δεν του επιτρέπει να ζήσει σύμφωνα με την πολιτισμική κληρονομιά του.
Revolution (Natty Dread, 1974)
Ακολουθώντας παρόμοια θεματική με το Get Up, Stand Up, ο Marley καλεί τους ανθρώπους να αγωνιστούν για τα δικαιώματά τους. «Χρειάζεται μια επανάσταση για να βρεθεί μια λύση», τραγουδάει, τροφοδοτώντας την ιδέα ότι αν θέλουμε να αλλάξουν τα πράγματα, πρέπει να αγωνιστούμε για να τα καταφέρουμε.
Crazy Baldhead (Rastaman Vibration, 1976)
Τα ρασταφάρια dreadlocks είναι ένα περήφανο σύμβολο εξέγερσης ενάντια στα δυτικά πολιτισμικά πρότυπα. Στο Crazy Baldhead, ο Marley προειδοποιεί όσους καταφθάνουν στην Τζαμάικα με την αίσθηση της λευκής υπεροχής. Τους λέει ότι είναι ανεπιθύμητοι, και τους παραβάλλει με την Kου Kλουξ Kλαν και άλλες ρατσιστικές οργανώσεις, δείχνοντας το ξεκάθαρο χάσμα που τους χωρίζει από την κουλτούρα των Ρασταφάρι.
Rebel Music (Natty Dread,1974)
Οι απαγορεύσεις κυκλοφορίας και τα αστυνομικά οδοφράγματα στην Τζαμάικα, στόχευαν δυσανάλογα τον αφρο-τζαμαϊκανό πληθυσμό έναντι των λευκών ελίτ. Η μουσική του Marley εδώ φιλοδοξεί να σπάσει τους φραγμούς, να συντρίψει τους διαχωρισμούς, με ένα δυνατό κάλεσμα να «χορέψουμε με τα επαναστατικά μας τραγούδια στους δρόμους».
Them Belly Full [But We Hungry] (Natty Dread, 1974)
Πολύ απλά, μια προειδοποίηση απέναντι στο κράτος που αφήνει τους φτωχούς να πεινάσουν. Ο Marley επιμένει ότι αν οι φτωχοί συνεχίσουν να γίνονται φτωχότεροι, μια μέρα θα συσπειρωθούν και θα επαναστατήσουν. Η γραμμή «ένας πεινασμένος όχλος είναι ένας θυμωμένος όχλος» αποτελεί μια γενναία αντανάκλαση της ταξικής πάλης, και δυστυχώς, στη σημερινή εποχή δεν απέχει πολύ από την αλήθεια.
Η ταινία Bob Marley: One Love έρχεται στις ελληνικές αίθουσες στις 15 Φεβρουαρίου, από τη Feelgood.